Εγχείρηση καταρράκτη

  • Οι περισσότερες εγχειρήσεις διεξάγονται υπό τοπική αναισθησία. Γίνεται ενστάλαξη ενός αναισθητικού κολλυρίου πριν την επέμβαση κι έτσι εξουδετερώνεται πλήρως η αίσθηση του πόνου. Σε σπάνιες περιπτώσεις κι όταν αυτό είναι απολύτως αναγκαίο ή επιθυμία του ασθενούς μπορεί η επέμβαση να πραγματοποιηθεί υπό αναισθησία.
  • Μετά από διάνοιξη του κερατοειδούς (τομή 2,2 χιλιοστών η οποία δεν απαιτεί συρραφή στο τέλος της επέμβασης) μέσω υπερήχου θρυμματίζονται κι αφαιρούνται ο πυρήνας κι ο φλοιός του φακού.
  • Κατόπιν τοποθετείται ο αναδιπλούμενος ενδοφακός (από ακρυλικό) στο περιφάκιο στη θέση του θολού φακού που αφαιρέθηκε. Ο ενδοφακός πρέπει να αντικαταστήσει όσον αφορά στη διάθλαση του ματιού το θολό φακό που έχει αφαιρεθεί. Απαραίτητη προϋπόθεση του υπολογισμού της διαθλαστικής δύναμης του ενδοφακού είναι η μέτρηση της καμπυλότητας του κερατοειδούς καθώς και του μήκους του οφθαλμικού βολβού μέσω υπερηχογραφήματος ή με τη βοήθεια συσκευής Laser
  • Αυτές οι δύο μετρήσεις παρέχουν τη δυνατότητα ακριβούς επιλογής του ενδοφακού. Έτσι μπορούν να διορθωθούν η μυωπία, η υπερμετρωπία κι ο αστιγματισμός.

Πρόγνωση

Ο καταρράκτης είναι μία προοδευτική νόσος η οποία προκαλεί σταδιακή μείωση της όρασης. Μέσω της εγχείρησης μπορεί να επιτευχθεί πλήρης αποκατάστασή της. Οι σύγχρονοι ενδοφακοί έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα ασφαλείς κι αποτελεσματικοί εδώ και πολλά χρόνια. Φλεγμονές είναι εξαιρετικά σπάνιες όπως και η αλλαγή του ενδοφακού. Σε ποσοστό 10-15% εμφανίζεται 6 μήνες έως και 5 έτη μετά την επέμβαση ο λεγόμενος δευτερογενής καταρράκτης ο οποίος αποτελεί μία θόλωση του οπισθίου περιφακίου, προκαλεί συνήθως ελαφρά μείωση της όρασης και θεραπεύεται δίχως χειρουργική επέμβαση, εντός λίγων λεπτών με χρήση συσκευής.