Κεντρική ορώδης χοριοαμφιβληστροειδοπάθεια
Πρόκειται για ιδιοπαθή (αγνώστου αιτιολογίας), συνήθως μονόπλευρη πάθηση με σχετικά καλή πρόγνωση η οποία προσβάλει συχνότερα άνδρες (6 φορές συχνότερα σε σχέση με τις γυναίκες) μεταξύ 20 και 50 ετών. Οι ασθενείς με κεντρική ορώδη με ηλικία μεγαλύτερη των 50 ετών εμφανίζουν αμφοτερόπλευρη προσβολή συχνότερα απ΄ ότι οι νεώτεροι.
Η όραση εμφανίζεται συνήθως μόνο στον έναν οφθαλμό ελαφρά μειωμένη. Ταυτόχρονα πολλοί ασθενείς αντιλαμβάνονται τα είδωλα παραμορφωμένα (μεταμορφοψία) ή μικρότερα σε μέγεθος (μικροψία). Κάποιοι αντιλαμβάνονται διαταραχή στην αντίληψη των χρωμάτων.
Ως προδιαθεσικοί παράγοντες αναφέρονται στη βιβλιογραφία τα υψηλά επίπεδα ενδογενούς κορτιζόλης, η λήψη στεροειδών (ακόμα κι ως εισπνεόμενα), το άγχος (προσωπικότητα τύπου ¨Α¨)
Η διάγνωση τίθεται μέσω της κλινικής εξέτασης (βυθοσκόπηση) και της εξέτασης OCT.
Στο 80% των περιπτώσεων η όραση επιστρέφει στα πρότερα επίπεδα με την πάροδο το αργότερο ενός εξαμήνου. Στην περίπτωση που η πάθηση εξακολουθεί να υφίσταται πέραν αυτού του χρονικού ορίου πρόκειται πλέον για χρόνια μορφή. Ακόμα όμως και στην οξεία μορφή 50% περίπου των ασθενών υποτροπιάζουν τον πρώτο χρόνο.
Η θεραπεία συνίσταται στη διακοπή λήψης στεροειδών όταν αυτό είναι εφικτό και στη μείωση του stress. Σε χρόνιες, ανθεκτικές μορφές με έντονη ελάττωση της όρασης εξετάζονται θεραπείες όπως η φωτοδυναμική θεραπεία (PDT) με laser, η ενδοϋαλοειδική χορήγηση αντιαγγειογενετικών παραγόντων (anti–VEGF) κ.α.